Το τηλέφωνο κουδουνίζει κι η Φωτεινή σπεύδει να απαντήσει. Με φωνή στεντόρεια στέλνει τον αναστάσιμο χαιρετισμό. Από την άλλη μεριά της γραμμής, όμως, η απόκριση έρχεται ψιθυριστά…
«Αληθώς… Πού τη βρίσκεις την όρεξη;»
«Εσύ, πάλι, πού την έχασες, καλή μου;»
«Με διώξανε από τη δουλειά… Η εταιρεία κάνει περικοπές, για να επιβιώσει…»
Ξάφνου, το ψέλλισμα έγινε κραυγή απόγνωσης.
«Εμείς, πώς θα επιβιώσουμε;»
«Υπομονή, μην χάνεις την ελπίδα σου. Κάτι θα οικονομήσει ο Μεγαλοδύναμος!»
Συνηθισμένος ο διάλογος για τη Φωτεινή, που γινόταν ακτίνα φωτός, για να κάνει υποφερτή τη σκοτεινιά που τύλιγε τους συνανθρώπους της. Τα λαμπερά της μάτια, ως αλεξικέραυνο στις κραυγές απελπισίας που την έζωναν. Τα μηνύματα πίστης κι αισιοδοξίας ήταν ο μόνιμος επωδός της στον γογγυσμό των άλλων. Η ίδια είχε δεχτεί αλλεπάλληλα χτυπήματα από τη μοίρα, καθώς έμεινε ορφανή από μικρή ηλικία. Μεγάλωσε σε ίδρυμα κι έπλεξε τα παιδικά της όνειρα με τις προσευχές των μοναχών που τη φρόντιζαν. Έκανε δικό της σπιτικό και ζύμωσε τις μητρικές της έγνοιες με την αέναη επίκληση στη μεσιτεία της Παναγίας.
«Να είσαι άνθρωπος εύχαρις και όχι αχάριστος. Μίλησες στον Θεό, αγαπημένη μου; Εκείνος δίνει διέξοδο στα ανυπέρβλητα αδιέξοδα που μας κυκλώνουν. Και πρωτίστως, είπες δόξα Σοι, Κύριε; Που αξιώθηκαν τα μάτια σου να ανταμώσουν άλλη μια ανατολή, που η ψυχή σου θερμάνθηκε από το φιλί του παιδιού σου; Λίγες ημέρες νωρίτερα εορτάσαμε την Ανάσταση του Κυρίου μας. Το ξέχασες; Μας απελευθέρωσε από τον φόβο του θανάτου, μας προσκάλεσε να συμμετάσχουμε σε μια νέα βιωτή με διάθεση ευφρόσυνη. Να λες δυνατά: Χριστός Ανέστη! Και να σκιρτά η καρδιά σου: Ευτυχώς, Ανέστη!»
Βλασία Μιχαηλίδου-Τριπολιτάκη
Αφήστε μια απάντηση