Ο γάμος ήταν για το Σάββατο το απόγευμα, στις έξι η ώρα ακριβώς. Το μάθαμε έναν μήνα νωρίτερα, όταν βρήκαμε στο γραμματοκιβώτιό μας –σαν τον παλιό, καλό καιρό– ένα προσκλητήριο, απλό και χαριτωμένο, όπως και οι δύο νέοι άνθρωποι που ένωναν τις ζωές τους ενώπιον του Θεού. Είχαμε φροντίσει τα περί του δώρου και της αμφίεσής μας πολύ πριν έρθει εκείνο το Σάββατο. Αυτό που δεν γνωρίζαμε, όμως, ήταν ότι δύο μέρες πριν τον γάμο, τα χαράματα της Πέμπτης, θα άφηνε τον μάταιο τούτο κόσμο –πρόωρα κι αιφνιδίως– ένας καλός οικογενειακός μας φίλος. Η κηδεία κανονίστηκε για το ίδιο Σάββατο το πρωί. Κι έτσι, βρεθήκαμε πάλι να ψάχνουμε στις ντουλάπες μας, αυτή τη φορά για σκούρα ρούχα, πιο σοβαρά, πιο πένθιμα.
Το Σάββατο ξημέρωσε δροσερό και ηλιόλουστο, μια ανοιξιάτικη γιορτή, που μόνο εμείς δεν μπορούσαμε να γευτούμε. Ήταν, ο μακαρίτης, φίλος καρδιακός, συμπαραστάτης της οικογένειάς μας στις χαρές και στις λύπες, συνοδοιπόρος στο μακρύ ταξίδι της ζωής, κι όταν χάνεις έναν τέτοιον άνθρωπο, νιώθεις σαν να ξεριζώνεται και να θάβεται μαζί του ένα μέρος από το παρελθόν σου, ένα κομμάτι του εαυτού σου.
Στην κηδεία δεν ήταν εύκολο να συγκρατήσουμε τα δάκρυά μας. Σαν να πάτησε κάποιος ένα κουμπί, ξεχύθηκαν όλες οι αναμνήσεις, οι γιορτές και οι επέτειοι, τα γέλια και η ευθυμία, αλλά και οι δύσκολες στιγμές, αυτές που ζωγραφίστηκαν με τα πιο μελανά χρώματα κι απαλύνθηκαν με τα λόγια και τα έργα του συγχωρεμένου. Σκυθρωπά πρόσωπα, θλιμμένα βλέμματα, μουσκεμένα από τα δάκρυα μάγουλα.
«Μην λυπάσαι, μην αφήνεις το μυαλό σου να ξεστρατίζει. Προσευχήσου!»
Ξαφνιάστηκα. Δεν ήταν μόνο η επίμονη ενόχληση αυτής της φωνής στα αυτιά μου που με αφύπνισε, αλλά και ένα σκίρτημα που ένιωσα, μια σιωπηλή υπόσχεση, μια παρηγοριά. Και προσευχήθηκα…
Το απόγευμα ήταν ο γάμος. Πετάξαμε από πάνω μας τα πένθιμα, σκούρα ρούχα και ντυθήκαμε με τα γιορτινά. Η διάθεση, όμως, δεν είναι ρούχο για να την αλλάξεις τόσο εύκολα κι έτσι πιάσαμε τους εαυτούς μας να μιλάμε λιγότερο μες στο αυτοκίνητο στον δρόμο για την εκκλησία, να κοιτάμε περισσότερο έξω από το παράθυρο, να ξεφυσάμε βαριά. Όλα αυτά μέχρι να φτάσουμε στην εκκλησία. Γιατί, μόλις βγήκε μέσα από το νυφικό αυτοκίνητο η νύφη, λαμπερή και απαστράπτουσα σαν μια πριγκίπισσα βγαλμένη μέσα απ’ τα παραμύθια, ξεχάσαμε τη λύπη και τον πόνο και η καρδιά μας αιχμαλωτίστηκε από την τόση ευτυχία.
«Μην χαίρεσαι κοσμικά, προσευχήσου!» είπε πάλι η ίδια γλυκιά κι αέρινη φωνή κι εγώ μόλις που την ένιωσα να φτάνει στ’ αυτιά μου, σαγηνευμένη καθώς ήμουν από τη γλυκιά ψαλμωδία. «Προσευχήσου!» επέμεινε η φωνή κι εγώ, υπακούοντας, απόρησα, γιατί πάλι ένιωσα το ίδιο σκίρτημα, την ίδια σιωπηλή υπόσχεση, την ίδια παρηγοριά.
Το βράδυ στο κρεβάτι μου, ήρεμη αλλά και κάπως καταβεβλημένη, έχοντας διασχίσει ένα πέλαγος συναισθημάτων, από την ανατολή έως τη δύση, ήρθε πάλι η λεπτή φωνούλα και, λίγο πριν παραδοθώ σε έναν γλυκό ύπνο, μου ψιθύρισε:
«Μην ξεχνάς… Και στη λύπη και στη χαρά, προσευχήσου!»
Εις μνήμην του κεκοιμημένου δούλου του Θεού, Φωτίου.
Υπέρ υγείας και θείας φωτίσεως Στεφάνου και Κωνσταντίνας, των νεονύμφων.
«Πάντοτε, χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 16-18).
Μαρία Λεμπιδάκη-Τζιβρά
Αφήστε μια απάντηση