Στις 30 Ιανουαρίου 1823, αργά το μεσημέρι, η αξίνα ενός εργάτη χτύπησε πάνω σ’ ένα ξύλο. Τα σκαψίματα σταμάτησαν κι οι άντρες γύρω κοιτάχτηκαν σαστισμένοι. Τάχα ν’ άκουσαν καλά ή ήταν η ιδέα τους; Τρέμοντας από συγκίνηση ο ευλαβής χωρικός άρχισε να σκάβει με τα χέρια. Από κοντά τον βοήθησαν κι οι άλλοι μέχρι που φάνηκε ένα κομμάτι ξύλου καταπλακωμένο από χώματα και πέτρες. Το πήρε, το καθάρισε, ώσπου διέκριναν τη μορφή του Αγγέλου Γαβριήλ που κρατά τον κρίνο. Ήταν σίγουρο ότι είχαν βρει τη μισή εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ασπάστηκαν το ξύλο κι έτρεξαν να το παραδώσουν στον επίτροπο.
Οι καμπάνες άρχισαν να χτυπάνε γιορτινά και το νέο απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη στο νησί. Στο μεταξύ, οι έρευνες για την υπόλοιπη εικόνα συνεχίζονταν με μεγάλη προσοχή, ώσπου βρέθηκε. Είχε τη μορφή της Παναγίας!
Η είδηση διαδόθηκε σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά ξεκινούσαν από όλα τα χωριά κι έρχονταν στη Χώρα για να προσκυνήσουν. Μέχρι αργά τη νύχτα έφταναν κρατώντας λαδοφάναρα. Οι δρόμοι γίνονταν λαμπερό ποτάμι κι οι ψαλμωδίες των πιστών ενώνονταν με τους νυχτερινούς ήχους της φύσης. Θαρρούσες πως όλη η Πλάση δόξαζε τη Θεοτόκο και δεόταν για τη λευτεριά της Ελλάδας.
Από τότε, κάθε χρόνο, στο αγιασμένο αιγαιοπελαγίτικο νησί συρρέει πλήθος κόσμου στη γιορτή Της. Οι δρόμοι ακόμα γίνονται λαμπερό ποτάμι και οι ψαλμωδίες συνοδεύουν τους θαλασσινούς ήχους. Και η Χάρη Της απλώνεται, περνά τα κύματα, περνά το πέλαγος και φτάνει σε κάθε παιδί Της.
Πηγή: Κατερίνα Μουρίκη, Η αγία Πελαγία και η Παναγία της Τήνου, εκδ. Έαρ, Αθήνα 2020, σελ. 37-38.
Αφήστε μια απάντηση