Η γιαγιά της Αγγελικής, η θεια-Αντζουλού, ήταν από τη Μικρασία. Αλατσατιανή. Βρέφος είχε έρθει από τα «ματωμένα χώματα», μαζί με τη μάνα και τον μεγαλύτερο αδελφό της. Ελάχιστα τη θυμάται η Αγγελική, καθώς ήταν δεν ήταν έξι χρονών, όταν έφυγε εκείνη από τούτο τον κόσμο, νιόφυτο δεντρί, ξεριζωμένο πρόωρα απ’ τη γη που το γέννησε.
«Για φαντάσου» έκανε τη σκέψη η Αγγελική, «αν ζούσε, τώρα θα έκλεινε τα εκατό. Όσα και τα χρόνια απ’ τον Ξεριζωμό!»
Πόσο θα ’θελε να είχε μνήμες απ’ τη γιαγιά της! Καμάρωνε, σαν τύχαινε να αναφέρει πως έχει ρίζες από τη μαρτυρική γη, την αγιασμένη.
Ψες βράδυ, ξημερώνοντας 14 του Σεπτέμβρη –θες η μνήμη;… – την είδε στον ύπνο της. Είδε μια μαυροφορεμένη και ενώ μια φωνή μέσα της τής έλεγε πως είναι η γιαγιά της, εκείνη διόλου δεν έμοιαζε στη γιαγιά Αντζουλού, όπως την ήξερε απ’ τη φωτογραφία-θυμητάρι στο κέντρο του παλιού μπουφέ στο πατρικό της. Ετούτη είχε αρχοντικό παράστημα, στητό κορμί και ένα φωτεινό, σαν φεγγάρι στη δόξα του, πρόσωπο κι ας ήταν, λέει, εκατοχρονίτισσα.
Ένας ολόχρυσος βυζαντινός σταυρός έλαμπε στο στήθος της, πάνω απ’ το μαύρο πουκάμισο. Μα είχε έναν πόνο στο βλέμμα. Στάχτες γεμάτα τα λευκά μαλλιά της. Κρατούσε ένα κλωνί βασιλικό κι ήταν τα χέρια της καταματωμένα. Έστεκε ορθή σε μια προκυμαία γεμάτη μαύρους καπνούς και ατένιζε με καημό το πέλαγο.
Η Αγγελική την πλησίασε κι έπιασε το χέρι που κρατούσε το μυρωδικό κι ήταν όλη η παλάμη μια πληγή. Είδε ένα δάκρυ να κυλάει απ’ τα μεγάλα μάτια που ’χαν το χρώμα της ελιάς.
«Γιαγιά, κλαις; Γιατί;» ρώτησε λυπημένα το κορίτσι.
«Δεν κλαίω, κόρη μου» –έτσι την αποκάλεσε, κόρη μου– «νοσταλγώ…» είπε με το βλέμμα πάντα στραμμένο στο πέλαγο, αντίκρυ. «Κι ώρες-ώρες πονώ, μα στέκω ολόρθη. Όσο κι αν το θελήσαν, δεν μπόρεσαν να σκοτώσουν, να σκλαβώσουν την ψυχή μου την ελληνική. Η καρδιά μου χτυπά στον ρυθμό της καρδιάς των παιδιών μου, που δεν ξεχνούν. Η ανάσα τους γίνεται ανάσα μου και η μνήμη με κρατά ζωντανή σε τούτη τη γης. Μόνο που νοσταλγώ και σα μάνα λαχταρώ να τα κλείσω στον κόρφο μου.».
Ο τρούλος μιας εκκλησίας ξεχώριζε ολοκάθαρα μες στον πυκνό καπνό. Και έναν άγγελο διέκρινε η Αγγελική, καθισμένο στο καμπαναριό της, που φαίνεται πως κάτι περίμενε.
«Να! Βλέπεις; Σαν εκείνος σαλπίσει, εκεί μέσα θα σμίξουν οι ανάσες μας κι οι καρδιές θα ξαναγίνουν ένα και πάλι, κοινωνώντας από το κοινό δισκοπότηρο που προσδοκά πάνω στην παλιά Άγια Τράπεζα» είπε σκύβοντας και αφήνοντας ένα φιλί στα χρυσαφένια μαλλιά της Αγγελικής που ξύπνησε, με δάκρυα, και με κάποια προσμονή στην καρδιά της… Το ’χε νιώσει η ψυχή πως ήταν η «μάνα» όλων, η εκατόχρονη γιαγιά η Μικρασία…
Βαλεντίνα Φωλιά
Αναστασία Παπάζογλου
Εξαιρετικό!! Τι να πω… Μπήκε μέσα μου και με συγκλόνισε. Συνέχισε να γράφεις!! αγγίζεις την ψυχή. Καλοταξιδο στις ψυχές του κόσμου!!!