Home » Νέα » Νέα » Ο Κηπουρός της Ελπίδας

Ο Κηπουρός της Ελπίδας

Ο Αβραάμ, άρχισε με την τσάπα του να χτυπάει πιο δυνατά το χώμα… πιο δυνατά… μέχρι που οι παλάμες του κοκκίνισαν. Έπρεπε, μέχρι ο ήλιος να βασιλέψει, να έχει τελειώσει. Ο κύριός του ήταν κατηγορηματικός. Έπρεπε, όσο νωρίτερα μπορούσε, να έχει ξεμπερδέψει με το τσάπισμα και το φύτεμα των καινούργιων λουλουδιών. Προσπαθούσε να συγκεντρώσει την σκέψη του και να τελειώσει πιο σύντομα, αλλά ήταν αδύνατο. Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες η ίδια και η ίδια εικόνα… Η μοναχοκόρη του, η Ρουθ, να τρέχει ανάμεσα στα ρόδα και να τον χαιρετάει με τα μικροσκοπικά χέρια της. Ο Αβραάμ, έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να παγώσει την εικόνα. Δυστυχώς, εκείνη δεν τον άκουγε και έδινε τη σειρά της στην επόμενη… Σ’ εκείνη που η Ρουθ αρρώστησε κι έφυγε… Και μετά στην τελευταία εικόνα, που έδειχνε εκείνον στη μοναξιά ενός κήπου και τη γυναίκα του να μπαλώνει όλη τη μέρα παλιά ρούχα.

Η ώρα περνούσε κι εκείνος βιαζόταν… Έπρεπε να τελειώσει, όπου να’ ναι ο Ιωσήφ θα ερχόταν. Μακάρι να τα είχε καταφέρει και να γύριζε χαμογελαστός… Είχε πάει να ζητήσει το σώμα του αγαπημένου του Διδασκάλου από τον Πόντιο Πιλάτο, για να το τοποθετήσει στον δικό του, καινούργιο τάφο. Μακάρι να πήγαιναν όλα καλά, σκέφτηκε ο Αβραάμ σκουπίζοντας με το χέρι τον ιδρώτα του.

Σιγά-σιγά άρχισε ν’ ανοίγει τρύπες στο χώμα και να τοποθετεί αλόη. Ο Ιωσήφ του είχε μιλήσει πολλές φορές για τον Διδάσκαλο. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος που έζησε εδώ στη γη μια αλλιώτικη ζωή, για τριάντα τρία χρόνια. Ο πρώτος που μίλησε για την αγάπη και μάλιστα προς τους εχθρούς μας… Αλλά, σκέφτηκε σουφρώνοντας τα χείλια του, εμένα τι με νοιάζει, εγώ την έχασα την αγάπη μου…

Έβλεπε τους συντοπίτες του να ετοιμάζονται για τη γιορτή του Πάσχα και ήταν αναγκασμένος κάθε φορά να γυρίζει το βλέμμα του αλλού. Πώς μπορεί, σε άλλους να δωρίζει ο Θεός δέκα παιδιά και να ζούνε και τα δέκα, και εκείνου ένα και να του το παίρνει; Αυτός ο Διδάσκαλος μίλησε και για την ελπίδα… Αλλά εκείνος δεν είχε πια καμία ελπίδα, τι θα μπορούσε άλλωστε να άλλαζε, η δική του ελπίδα είχε πια πετάξει…

Έστρωσε το χώμα και άρχισε να το ποτίζει. Αισθανόταν ότι τα λουλούδια τού χαμογελούσαν κι εκείνος έβρισκε λόγο και χαιρόταν. Ήθελε να γύριζε τον χρόνο πίσω και να κρατούσε ακόμα τη Ρουθ στην αγκαλιά του, αλλά ήξερε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Ο Ιησούς μίλησε για την Ανάσταση, αλλά εκείνον και πάλι δεν τον ένοιαζε. Τώρα βίωνε μια συνεχόμενη παύση, δεν είχε καιρό να σκεφτεί κάτι πέρα από αυτό. Είχαν όλα παγώσει, αναλογίστηκε.

Την ώρα εκείνη, άκουσε βήματα…

Τέσσερις φρουροί, οι οποίοι κουβαλούσαν κάτι βαρύ σε ένα σεντόνι, εισέβαλλαν στον κήπο και άρχισαν να πατούν τα λουλούδια που εκείνος μόλις είχε φροντίσει. Ο Αβραάμ έτρεξε να τους εμποδίσει. Ο Ιωσήφ, μαζί με τον Νικόδημο, τον σταμάτησαν και ο κύριος του του ψιθύρισε με βεβαιότητα πως τα λουλούδια δεν πρόκειται να πάθαιναν τίποτα.

«Μην ανησυχείς, Αβραάμ… Όλα θα γίνουν όπως πριν» του είπε, και μαζί με τον Νικόδημο βοήθησαν τους φρουρούς να τοποθετήσουν το σώμα του Ιησού στον ανέγγιχτο Τάφο και να φράξουν την είσοδο του. Οι τέσσερις φρουροί, σφίγγοντας τα χέρια τους, άρχισαν να διαγράφουν κυκλικές στροφές γύρω από το μνήμα.

Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος στάθηκαν απέναντι και κοίταζαν δακρυσμένοι… Ο Αβραάμ τούς πλησίασε και τους ρώτησε γιατί τελικά σταύρωσαν αυτό τον δίκαιο και καλό Άνθρωπο. Ο Ιωσήφ, κοιτώντας κάτω, του είπε πως οι άνθρωποι, όταν θυμώνουν, ξεπερνούν τα όρια και ξεχνούν… ίσως ακόμα και τον Δημιουργό τους!

Ο Αβραάμ, κάθισε σε μια πέτρα και άρχισε να παρατηρεί τα βλέμματα των φρουρών. Τόση κακία στον κόσμο… Γιατί; Ο Νικόδημος έφυγε και ο Ιωσήφ κάθισε δίπλα του.

«Ο Θεός κατέβηκε στη γη για να ανέβει ο άνθρωπος στον ουρανό κι εμείς Τον σταυρώσαμε…»

«Αν ήταν Θεός, γιατί δεν έλυσε τα προβλήματα του κόσμου;»

«Γιατί έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο… Αν ήθελε, με μια κίνησή Του θα μπορούσε να κάνει όλη την ανθρωπότητα να πιστέψει σε Εκείνον.»

«Τόσο μίσος, κύριε… Γιατί Τον φρουρούν;»

«Γιατί είπε πως σε τρεις ημέρες θα αναστηθεί…»

«Κύριε, τι είναι αυτά που λέτε… Αν ήθελε, γιατί δεν το έκανε από την πρώτη στιγμή;»

«Πρέπει να κατέβει στον Άδη, να νικήσει τον θάνατο και…»

«Αυτά δεν γίνονται…» είπε ενοχλημένος, καθώς τίναζε το χώμα από τον καφέ μανδύα του.

«Πήγαινε Αβραάμ να ξεκουραστείς…» του είπε ο Ιωσήφ κι εκείνος παίρνοντας το παγούρι του έφυγε.

Μπήκε σπίτι του κι έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι του. Έκλεισε τα μάτια και προσπαθούσε να κοιμηθεί. Σε κάποια στιγμή, αισθάνθηκε ένα άγγιγμα στον ώμο του. Γυρίζει και βλέπει τη σύζυγό του να του χαμογελάει. Είχε τόσο καιρό να του χαμογελάσει… Ίσως τελικά η ελπίδα να μην μπορεί να πεθάνει, σκέφτηκε και αποκοιμήθηκε.

Ο Αβραάμ ονειρεύτηκε θάλασσες… θαλασσοπούλια… και στο τέλος, όπως και κάθε βράδυ, την κόρη του. Σ’ αυτό το όνειρο, όμως, η μικρή ξανθομαλλούσα κόρη του ήταν διαφορετική. Το ολόλευκο πρόσωπο της έλαμπε κι εκείνη χαμογελούσε. Θεέ μου, σκέφτηκε ο Αβραάμ, πόσο ευτυχισμένη μπορεί να είναι!

Την άλλη μέρα, λόγῳ της αργίας του Σαββάτου, ο Αβραάμ έμεινε σπίτι να ξεκουραστεί. Κάθισε σε ένα πεζούλι και σκεφτόταν εκείνον τον Διδάσκαλο, τον Ιησού, τον Ναζωραίο. Κάπου βαθιά μέσα του ήθελε να είναι αλήθεια αυτά που του είχε πει ο Ιωσήφ, να ερχόταν ο Υιός του Θεού και να έσωζε αυτόν τον ταλαιπωρημένο λαό. Από την άλλη, όμως, έτσι θα ερχόταν; Θα γεννιόταν σε μια φάτνη; Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Με το που ξημέρωσε, έφυγε τρέχοντας να πάει στον Ιωσήφ, ήθελε να μάθει για εκείνον τον άνθρωπο, αισθανόταν την καρδιά του να κρέμεται από Εκείνον… Ήθελε εκείνο που είχε προαναγγείλει να είναι αλήθεια, σκεφτόταν την ώρα που προχωρούσε γρήγορα στον δρόμο.

Φτάνοντας στον κήπο είδε πως όλοι έλειπαν. Ούτε οι φρουροί, ούτε ο κύριός του… κανένας! Καθώς προχωρούσε προς τη μεριά του Τάφου, παρατήρησε πως τα λουλούδια που είχαν τσαλαπατηθεί, είχαν ανθίσει! Σαν να τα είχε χαϊδέψει κάποιος, σαν κάποιο χέρι να τα είχε χρωματίσει με τα πιο σπάνια χρώματα! Φτάνοντας μπροστά στον Τάφο, ένιωσε τα πόδια του να κόβονται, έπεσε στο έδαφος και άρχισε να κλαίει… Η πέτρα είχε μετακινηθεί από την είσοδο του σκαλιστού βράχου, ενώ το σεντόνι και το μαντήλι που είχαν διπλώσει το σώμα και το κεφάλι του Ιησού, ήταν ξεχωριστά και ομοιόμορφα τυλιγμένα.

«Θεέ μου… είχε δίκιο ο Ιωσήφ! Δεν μπορεί να κατάφερε και να βγήκε μόνος του. Αναστήθηκε!» φώναξε και άρχισε να τρέχει μέσα στα γύρω χωράφια. «Πρέπει να τον βρω! Να του μιλήσω! Να μου πει για Εκείνον! Θεέ μου… είμαι τόσο κοντά στο να βρω τη χαμένη ελπίδα μου… Βοήθησέ με μην τη χάσω πάλι.»

Ούτε που θυμόταν πόση ώρα έτρεχε στους δρόμους, προσπαθώντας να βρει κάτι… Κάτι που θα χάριζε στην ψυχή του δύναμη να συνεχίσει τη ζωή του. Σε κάποια στιγμή, η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πολύ δυνατά κι εκείνος έπεσε στο χώμα, μυρίζοντας τη χθεσινή βροχή. Μετά από λίγα λεπτά, αισθάνθηκε την παρουσία ενός ανθρώπου και σηκώθηκε. Ένας άντρας, με λαμπερό πρόσωπο και λευκά ρούχα, στεκόταν δίπλα του.

«Αβραάμ… τι ψάχνεις;»

«Την ελπίδα μου, κύριε… Μόνο ένας μπορεί να μου τη δώσει αλλά δεν μπορώ να τον βρω.»

«Αναζητάς τον Υιό του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους;»

«Κύριε… γνωρίζεις πού μπορώ να Τον βρω;»

«Ετοιμάζεται να ανέβει στον Πατέρα Του και Πατέρα σας. Η αποστολή Του ολοκληρώθηκε στη γη.»

«Κύριε, θέλω να γνωρίσω την αλήθεια.»

«Αβραάμ, η αλήθεια είναι μέσα σου. Αν την αναζητήσεις, θα τη βρεις. Ο Υιός του Θεού ήρθε στον κόσμο για να καταργήσει τον θάνατο και να χαρίσει σε όλους αιώνια ζωή. Έτσι όπως και στην κόρη σου.»

Ο Αβραάμ σηκώνεται όρθιος και κοιτάζει στα μάτια τον άγνωστο διαβάτη.

«Κύριε, μην φεύγεις. Γιατί δεν μένεις λίγο ακόμα στον κόσμο μας;»

«Εγώ όλες τις ημέρες της ζωής σας, θα είμαι δίπλα σας. Φτάνει να με αναζητήσετε.»

Ο άγνωστος άντρας τον κοίταξε με ένα καλοσυνάτο βλέμμα και, στρέφοντας το πρόσωπο του προς τον ουρανό, ξεκίνησε να φύγει… Ο Αβραάμ, με μια διαφορετική δύναμη στα πόδια του, τρέχει δίπλα Του…

«Κύριε… ξαναβρήκα την ελπίδα μου! Σε ευχαριστώ!»

«Είναι μακάριοι οι άνθρωποι που αφήνουν την ελπίδα να ανθίσει στην καρδιά τους. Μείνε σταθερός στην πίστη σου και ο Θεός θα σε ανταμείψει» του είπε φεύγοντας.

Ο Αβραάμ, βάζοντας τα χέρια στην καρδιά του, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ήθελε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να επιστρέψει στο σπιτικό του. Αισθανόταν σαν να είχε ξαναγεννηθεί. Δεν ήθελε να χάσει ούτε ένα λεπτό από τη νέα ζωή που του χαριζόταν. Ένα βάρος έφευγε από πάνω του, ξέροντας πως η Ρουθ του ήταν καλά. Τώρα έπρεπε και εκείνος και η γυναίκα του να ζήσουν… Εξ’ άλλου, για να παρέμεναν σε αυτή τη γη, ξέρει ο Θεός, σκέφτηκε την ώρα που ο Ιωσήφ έτρεχε χαρούμενος να τον προϋπαντήσει!

Αφιερωμένο σε εκείνους που κάθε χρόνο
προσδοκούν την Ανάσταση.

Ιωάννα Σκαρλάτου

 

Δείτε όλα τα βιβλία της κ. Ιωάννας Σκαρλάτου εδώ.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *