Οι Απόστολοι διηγήθηκαν στον Θωμά την πρώτη εμφάνιση που έγινε εν απουσία του, αλλά φάνηκε δύσπιστος. Απάντησε ως εξής: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω». Τη δεύτερη, όμως, αυτή φορά βλέπουμε τον Κύριο να απευθύνεται στον Θωμά, που πλέον ήταν παρών, και να του λέει: «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου». Και ο Θωμάς, πεπεισμένος από την ορατή παρουσία του Κυρίου και από την πιστοποίηση των στιγμάτων της Σταυρώσεως, αποκρίνεται: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
[…] Έχοντας δει τον Κύριο, πίστεψε και ομολόγησε με σαφέστατο τρόπο, πρώτος μεταξύ όλων όσοι υπήρξαν μάρτυρες της επίγειας ζωής του Χριστού, ότι ο Κύριος ήταν Θεός. […] Πέρα απ’ ό,τι έβλεπε με τα σωματικά μάτια του ο Θωμάς, το βλέμμα της καρδιάς του διεισδύει ως τη θεότητα του Χριστού και κάνει αληθινή ομολογία πίστεως. Τη θεότητα του Χριστού, το μυστικό βάθος του είναι Του, δεν θα τα δούμε με τη σαρκική και επίγεια όρασή μας, αλλά μόνο με τα μάτια της πίστεως. […]
Αυτό αφορά σε κάθε χριστιανό. Πρέπει να συναινέσει στο εσωτερικό φως που του δίνει ο Θεός, για να μπορεί πράγματι να δει ότι ο Χριστός είναι Θεός, ότι ο Αναστάς είναι όντως γι᾿ αυτόν ο Κύριός του και ο Θεός του. […]
Μπορούμε κι εμείς, διαβάζοντας το Ευαγγέλιο, να γνωρίζουμε τον Χριστό μόνο κατά σάρκα, βλέποντας στο πρόσωπό Του μια μορφή ελκυστική ασφαλώς και πιστεύοντας ότι είναι Θεός. Μπορούμε, όμως, να προχωρήσουμε περισσότερο. Μέσα στην καρδιά μας, διά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που μας φανερώνεται με τόσα σημεία, με κάθε ιερή έμπνευση, με όλες τις εσωτερικές κινήσεις, όλα τα αγγίγματα της Χάριτος που μας φέρουν προς τον Θεό, μπορούμε να αισθανθούμε την οικειότητα της παρουσίας του Χριστού μέσα μας με τη θεότητά Του, με όλο το πλήρωμα της υπάρξεώς Του.
Πηγή: π. Πλακίδας Deseille, Πάσχα, το αιώνιο πέρασμα, εκδ. Έαρ, Αθήνα 2021, σελ. 36-41.
Αφήστε μια απάντηση