Ζω στην Ελλάδα του 2018. Ελληνίδα από πάππο προς πάππο. Η μάνα της μάνας μου απ’ την Αρχαία Ολυμπία – ναι, εκεί που γεννήθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες- κι ο πατέρας της απ’ τα Δολιανά Πελοποννήσου – ναι, εκεί που πολέμησε ο Νικηταράς και τόσοι τιμημένοι οπλαρχηγοί-, η δε γιαγιά της από την Πόλη -ναι, εκεί που έπεσε ο Παλαιολόγος και που κρεμάστηκε ο Γρηγόριος ο Ε΄-. Από τον πατέρα μου, πέντε γενιές πίσω, κρατάω από την αιματοβαμμένη Χίο – όχι, δεν θα ξεχάσω ποτέ την καταστροφή του νησιού από τον Καρά Αλή, το 1822. Τρία μερόνυχτα έσφαζε.- ενώ η μάνα του, παπαδοκόρη, ήταν απ’ το χωριό Καταφύγι στα Πιέρια Όρη – ναι, άλλο ένα χωριό που κατάστρεψαν οι Γερμανοί-.
Και οι δυο μου οι παππούδες, λόγιοι. Μηχανικοί και οι δυο, με τα σπίτια τους γεμάτα βιβλία. Από τον έναν έχω ως κειμήλια ιερά, ένα όπλο από τους Βαλκανικούς πολέμους – ναι, τότε που με νύχια και με δόντια γλιτώσαμε τη Μακεδονία από Τούρκους και Βούλγαρους- και ένα κράνος του β΄ Παγκοσμίου πολέμου -ναι, τότε που μια χούφτα άνθρωποι, προς παγκόσμια έκπληξη, δώσαμε την ψυχή μας για να παραμείνουμε ελεύθεροι-. Από τον άλλον, που ήταν καθηγητής στο ΕΜΠ και τιμήθηκε δις με το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων έχω το ανεκτίμητο ημερολόγιο πολέμου του καθώς και γράμματά του από το Μέτωπο -ναι, τότε που πήραμε πίσω Κορυτσά, Άγιους Σαράντα, Τεπελένι, Αργυρόκαστρο. Τότε που η Παναγία πολεμούσε μαζί μας-…
Ζω στην Ελλάδα του 2018. Από το σπίτι μου, στο βάθος του ορίζοντα, ατενίζω τη Σαλαμίνα. Η θάλασσά της γεμάτη από συντρίμμια περσικών καραβιών. Ο θρήνος του Ξέρξη αντηχεί ακόμη στ’ αυτιά μου. Κι αν στρέψω το βλέμμα μου πιο πέρα, ο Μαραθώνας. Ο Μαραθώνας του Μιλτιάδη και του Αριστείδη. Του Κυναίγειρου και του Καλλίμαχου που μαζί με άλλους 190 Αθηναίους οπλίτες άφησαν εκεί τα τιμημένα τους κόκκαλα.
Δυστυχώς το βλέμμα μου δεν φτάνει ως τις Θερμοπύλες, ν’ αφουγκραστώ την κλαγγή των σπαρτιάτικων όπλων. Ούτε το λεβέντικο τραγούδι του μαρτυρικού Διάκου στην Αλαμάνα, 2.500 χρόνια αργότερα…
««Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι».
Με άλλα λόγια «ξένε, πες στους δικούς μας ΟΤΙ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΕΔΩ, καθώς μείναμε πιστοί στα λόγια τους…»
Ζω στην Ελλάδα του 2018. Οι παππούδες μου έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια. Χαίρομαι που δεν βρίσκονται πια σ’ αυτή τη ζωή για να μην δουν την κατάντια του τόπου τους. Ας είναι αναπαυμένοι στην άλλη ζωή, μακριά από τις δικιές μας πικρίες.
Δυο γενιές αργότερα, εγώ βρίσκομαι εδώ, στον ίδιο τόπο. Και πρέπει να μεγαλώσω με αξιοπρέπεια τα παιδιά μου. Βλέπω την Ιστορία να διαστρεβλώνεται, τη Γλώσσα να κακοποιείται, τα Θρησκευτικά να αλλοιώνονται, την Εκκλησία να παραγκωνίζεται, την Παράδοση να χλευάζεται, τους ήρωες να γελοιοποιούνται, το ήθος να υπονομεύεται.
Την ίδια ώρα βλέπω να προωθείται η ασέβεια, η παρανομία, η ανηθικότητα, η αποστασία. Ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται και αυτός που απομένει αλλοιώνεται. Αυξάνουν οι εκτρώσεις, η ανεργία μαστίζει, οι νέοι φεύγουν, οι έφηβοι χάνονται στο διαδίκτυο, η χώρα βγαίνει στο σφυρί. Όλα γύρω μου αλλάζουν…
Απογοητεύτηκα. Απελπίστηκα. Σκέφτηκα να παραιτηθώ. Να φύγω.
Και τότε ήταν που έπιασα στα χέρια μου το ημερολόγιο πολέμου του παππού.
Είναι 22/12/1940. Έξω, παγωνιά. Ο λόχος του παρακολουθεί τη θεία Λειτουργία σε κάποιο χωριό της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Οι καμπάνες χτυπούν εκεί μετά από 25 χρόνια σκλαβιάς. Ο ιερέας δέεται υπέρ του αγώνα εναντίον του κατακτητή. Οι Έλληνες στρατιώτες φανερά συγκινημένοι, προσεύχονται… και δεν εγκαταλείπουν.
Συνήλθα. Σάμπως δεν έχει γύρω μας παγωνιά; Σάμπως δεν μας απειλεί ένας ηθικός κατακτητής; Σάμπως, δεν χάθηκαν όλα;
Όχι, τίποτα δεν χάθηκε. Όσο έχουμε μυαλό καθαρό, τίποτα δεν χάθηκε. Όσο μιλάμε στα παιδιά μας για την Ιστορία του Γένους, τίποτα δεν χάθηκε. Όσο τα εμπνέουμε από τη ζωή των Ηρώων, τίποτα δεν χάθηκε. Όσο τα οδηγούμε στην Εκκλησία, στο πετραχήλι και στο δισκοπότηρο, τίποτα δεν χάθηκε. Όσο στεκόμαστε μαζί τους στα εικονίσματα, τίποτα δεν χάθηκε. Ας το κάνουμε τώρα, πριν να είναι αργά.
Ζω στην Ελλάδα του 2018. Μου έχει απομείνει ο Χριστός, ένα κομμάτι γης και λίγη αξιοπρέπεια. Θα μείνω εδώ. Θα παλέψω γι’ αυτά ακόμη κι αν φαίνεται μάταιο. Δεν είναι. Αυτό έκαναν και οι πρόγονοί μου· πολεμούσαν κι ας φαινόταν μάταιο. Αυτό εύχομαι να κάνουν και τα παιδιά μου. Γιατί η Ιστορία, αυτό με δίδαξε.
«Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι».
Μαρία Ξανθάκη
Φιλόλογος- συγγραφέας
Αφήστε μια απάντηση