Ο ήλιος είχε ανέβει, όταν έφτασαν στο μικρό κοιμητήριο του χωριού. Σκοπός της επίσκεψης: να ανάψουν με το φως της Ανάστασης το καντήλι στους τάφους των παππούδων. Γιατί όπως έλεγε η γιαγιά, κάθε που ανέβαιναν τέτοιες μέρες, «Αμαρτία, αναστάσιμες μέρες να μένουν δίχως φως τα μνημούρια!» Σάμπως δεν είχε δίκιο; Το «Φως» ανέστη και φώτισε τους πάντες και τα πάντα στην Πλάση! Έλαμψε για ζώντες και κεκοιμημένους! Ειδικά για τους δεύτερους…
Λίγα μέτρα από τον οικογενειακό τάφο, βρισκόταν το μνημείο ενός παλληκαριού που είχε φύγει για την ουράνια πατρίδα μόλις λίγους μήνες πριν. Η εικόνα της μέχρι χθες μαυροντυμένης μάνας, τούς έκανε να τα χάσουν! Σήμερα δεν σκέπαζε το μαύρο κεφαλομάντηλο τα πλούσια μαλλιά της. Και τη μαύρη μπλούζα που τελείωνε σε έναν σφιχτό, σαν βρόγχο, γιακά γύρω απ’ τον λαιμό, είχε αντικαταστήσει ένα λευκό πουκάμισο, που άστραφτε στο φως του απριλιάτικου ήλιου! Μα και τα χλωμά της μάγουλα είχαν ένα ροδοκόκκινο ζωηρό χρώμα σήμερα.
Έσκυψε κι άναψε το καντήλι από τη φλόγα του φαναριού που κρατούσε. Έβαλε, με βιάση, το μπουκέτο τα ολόδροσα τριαντάφυλλα –όλα μπουμπούκια– στο βάζο και το ακούμπησε άκρη-άκρη στο μάρμαρο. Η γιαγιά σίγησε και, με σταυρωμένα τα χέρια, πήρε να λέει την ευχή, μνημονεύοντας τα ονόματα υπέρ αναπαύσεως… Έχοντάς τα χαμένα, έκανε το ίδιο κι η μικρή εγγονή. Εκείνη, η μάνα, κοίταξε τη γελαστή φωτογραφία του μοναχογιού της κι ένα ελαφρύ μειδίαμα ζωγραφίστηκε και στο δικό της πρόσωπο. Σαν να του ανταπέδιδε το χαμόγελο…
«Ήρθε η Παναγιά» πήρε να λέει «ψες, στον ύπνο μου, παιδί μου, και μου σκούπισε τα δάκρυα.. Μου ’πε πως ο Γιος της αναστήθηκε, και η ψυχή μου σκίρτησε, σαν να ξύπνησε απ’ τον λήθαργο που την είχε καταπιεί. Παναγιά μου, της φώναξα τότε, αφού το δικό σου Παιδί ανέστη, δεν γίνεται το δικό μου να ’ναι νεκρό! Κι Εκείνη μού χαμογέλασε… Πέταξα τα σκεπάσματα και ήρθα τρέχοντας. Ήρθα να σου πω εκείνο που η φωνή Εκείνης, της Μεγάλης Μάνας, επαναλάμβανε, σαν ηχώ, καθώς έφευγε: ¨Νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος¨… Το ’ξερες, δεν είναι έτσι;» απηύθυνε την ερώτηση στη φωτογραφία του παιδιού της και τα μάτια της έλαμπαν τώρα!…
Τα μάτια της γιαγιάς έτρεχαν δάκρυα. Πήρε να ψάλλει το «Χριστός ανέστη». Ο ήλιος έλαμπε, τα μάρμαρα αστραφτοκοπούσαν κάτω απ’ το φως του… Έλαμπε και το χαμόγελο του παλληκαριού μέσα απ’ τη φωτογραφία του. Γιατί εκείνος το ’ξερε καλά πως «νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος»!
Βαλεντίνα Φωλιά
Αφήστε μια απάντηση