Απόσπασμα από το βιβλίο «Όλη η ζωή ένα ταξίδι»
-Τα μάθατε τα νέα; Το υπουργείο Γεωργίας παραχώρησε στον Γέροντα τέσσερα στρέμματα γης. Πρέπει όλοι να τον βοηθήσουμε να χτίσει ένα εκκλησάκι, που τόσο πολύ θέλει.
-Ο ναός πρέπει να χτιστεί. Να πάμε κι εμείς και τα παιδιά μας και οι γυναίκες μας ακόμα για να προχωρήσουν πιο γρήγορα οι εργασίες.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, γεμάτοι αγάπη για τον Γέροντά τους, βοηθούσαν με ό,τι μπορούσε ο καθένας. Έβλεπες άνδρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά να βάζουν τα δυνατά τους για να προχωρήσει ο ναός. Όταν πια όλες οι εργασίες τελείωσαν, ο πατήρ Γεώργιος στάθηκε μπροστά στον μικρό ναό της Αναλήψεως του Σωτήρος. Συγκινημένος γι’ αυτό το θαύμα που έβλεπε μπροστά του, έκανε τον σταυρό του και δόξαζε τον Θεό. Δίπλα ακριβώς στον ναό είχε χτιστεί το κελί του. Είχε φυτέψει μάλιστα εκεί και δύο κυπαρίσσια.
-Τώρα πια μπορείτε να με βρίσκετε εδώ. Δεν θέλω να είμαι βάρος σε κανέναν, έλεγε χαρούμενος.
Πράγματι, εκεί τον έβρισκαν πιστοί από όλη την Ελλάδα που είχαν ακούσει γι’ αυτόν. Εξομολογούνταν, λειτουργούνταν, κοινωνούσαν, άκουγαν τον λόγο του. Μια μέρα κόσμος πολύς είχε πάει στο μοναστήρι.
-Θα καθίσετε εδώ για να φάτε, είπε όπως έλεγε πάντα σε κάθε επισκέπτη.
-Γέροντα, έχουμε φαγητό. Μην σας στερήσουμε το δικό σας.
-Αφήστε τα δικά σας. Από το μοναστήρι πρέπει να φάτε για ευλογία, είπε. Έπειτα έσκυψε, έστρωσε κάτι ψάθες και κουρελούδες που είχε και, γνέφοντας με το χέρι του, τους έβαλε να καθίσουν.
-Να εγώ θα βάλω στα πιάτα το φαγητό, είπε και με μια μεγάλη κουτάλα έβαλε σε όλα τα πιάτα από το φαγητό που είχε ο ίδιος ετοιμάσει. Μόνο να με βοηθήσετε δυο τρεις για να μοιράσουμε σε όλους τα πιάτα, συμπλήρωσε.
Όταν πια όλοι πήραν το πιάτο τους γεμάτο από το απλό φαγητό που είχε μαγειρέψει ο Γέροντας, κάθισε κι εκείνος κοντά τους. Χαιρόταν να τους βλέπει να τρώνε και τους έδινε πνευματικές συμβουλές. Αφού τελείωσαν το φαγητό, φώναξε τα παιδιά. Τα αγαπούσε πολύ τα παιδιά.
-Αυτές οι καραμέλες και τα γλυκίσματα είναι για σας, είπε κι άπλωσε τα χέρια του για να προσφέρει γλυκές λιχουδιές, που ήξερε ότι αρέσουν στους μικρούς επισκέπτες του. Εκείνα έτρεξαν με χαρά, του φίλησαν ευλαβικά το χέρι και πήραν με λαχτάρα ό,τι τους έδωσε.
Έτσι περνούσαν οι μέρες του Γέροντα στο μοναστήρι. Προσευχή, νηστεία και φιλοξενία. Ήταν όμως και πολύ ελεήμων. Έκανε πολλές φιλανθρωπίες κρυφά από όλους. Δεν ήθελε κανείς να μαθαίνει τις ελεημοσύνες που έκανε.
Τα βράδια έδινε σε διάφορους ανθρώπους τρόφιμα και πράγματα και τα έστελνε σε φτωχές οικογένειες. Αγόραζε και υφάσματα και τα έστελνε όπου έβλεπε ότι τα είχαν ανάγκη. Βοηθούσε τους φυλακισμένους, τους αρρώστους και τους ηλικιωμένους. Τους έδινε χρήματα και δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Ήταν φτωχός, αλλά πλούσιος σε αγάπη ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού.
Στέλλα Πλαταρά
Αφήστε μια απάντηση