Home » Νέα » Νέα » Το κάλυμμα της Μάνας!

Το κάλυμμα της Μάνας!

Η γιαγιά έστρωσε το καλοσιδερωμένο κεντητό τραπεζομάντηλο στην ξύλινη ροτόντα του σαλονιού και χαζεύοντας το να καμαρώνει, χαμογέλασε. Τοποθέτησε το βάζο με τα λουλούδια και σεργιάνησε στην κουζίνα. Η γάστρα είχε μπει στο φούρνο πριν την εκκλησία, εδώ και αρκετά λεπτά είχε αρχίζει να στέλνει τα πιο νόστιμα αρώματα της. Στα επόμενα τρία λεπτά και οι τρεις φώλιαζαν στην αγκαλιά της!

«Μάνα!» είπε ο Θανάσης και φιλώντας την της προσέφερε ένα μπουκέτο ροζ τριαντάφυλλα.

«Τα λουλούδια της γιαγιάς!» είπε ο παππούς και, παίρνοντάς τα, τα τοποθέτησε μαζί με τα δικά του ροζ που στόλιζαν το κέντρο του τραπεζιού.

«Μητέρα!» πρόφερε η Ελένη κρατώντας το κινητό στο χέρι της.

«Παιδιά μας! Καλώς ήρθατε! Περάστε!»

Ο οκτάχρονος Νικηφόρος βγήκε από την αγκαλιά της γιαγιάς κι έτρεξε να κάτσει στον καναπέ για να παίξει με το κινητό του

«Νικηφόρε!»

«Μπαμπά! Μόλις τελειώσει η πίστα θα σου μιλήσω!»

«Αγόρι μου! Σου έχω και μπιφτεκάκια που σου αρέσουν!» φώναξε η γιαγιά πηγαίνοντας στην κουζίνα

Ο παππούς κάθισε στον καναπέ, ο Θανάσης δίπλα του και η Ελένη άρχισε να περιφέρεται με την τσάντα της.

«Θα μου επιτρέψετε να πάω μέσα γιατί έχω διάβασμα.»

«Να πας κορίτσι μου, κλείσε και την πόρτα μην σε ενοχλήσει κανείς, μόλις είναι έτοιμο το φαγητό θα σε φωνάξουμε!» ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς από την κουζίνα!

Η γιαγιά πρόβαλε μπροστά τους κρατώντας ένα τυλιγμένο ταψί στα χέρια της.

«Μάνα… γάστρα δεν είχες βάλει;»

«Για σένα, αγόρι μου, έχω την πιο νόστιμη γάστρα! Αυτές είναι κάποιες πίτες για μερικές πολύτεκνες οικογένειες στη γειτονιά. Θα μπορούσες να με βοηθήσεις να τις πάω γρήγορα; Να δεις, σε ένα τέταρτο θα έχουμε επιστρέψει!»

«Πάλι τα ίδια ρε μάνα; Πάλι θα μοιράζουμε ταψιά; Νόμιζα πώς είχες σταματήσει αυτή την ασχολία! Πατέρα, δεν της λες κάτι;»

«Θανάση, τις προηγούμενες Κυριακές πήγαινα εγώ τη μητέρα σου, σήμερα είχα τη μέση μου, αν μπορείς αγόρι μου, διαφορετικά θα την πάω εγώ…»

«Λεβέντη μου, αν είναι να σε κουράζω, θα τα πάω μόνη μου…»

Ο Θανάσης σηκώθηκε και μουρμουρώντας φόρεσε το υφασμάτινο σακάκι του.

«Δεν θα σε κουράσω, στην από κάτω γειτονιά θα πάμε.»

Σε κάθε σταθμό, γυναίκες κατέβαιναν… γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά. Όλες την φώναζαν «μάνα» και τα παιδάκια «γιαγιά»! Όταν έφτασαν και στον έκτο, τον τελευταίο σταθμό, κατέβηκε ένα νέο παλληκάρι.

«Σας ευχαριστούμε πολύ! Έχετε κάνει τόσα για εμάς… Πώς να σας ευχαριστήσω;»

«Τον Θεό να ευχαριστείς, αγόρι μου…»

«Σας παρακαλώ, πείτε μου κάτι που μπορώ να κάνω για εσάς!»

«Να με θυμάσαι στις προσευχές σου, αγόρι μου, να εύχεσαι… το κάλυμμα της καρδιάς μου να χάσω!»

Ο Θανάσης άρχισε να κουνά το κεφάλι του πέρα-δώθε. Αισθανόταν να τον καίει τόσο πολύ που δεν ήξερε τι να το κάνει. Μόλις είδε τη μητέρα του να μπαίνει στο αυτοκίνητο, ήθελε να της πει τόσα πολλά, να της φωνάξει, αλλά για κάποιον λόγο η γλώσσα του ήταν δεμένη.

«Παιδί μου, να σ’ έχει ο Θεός καλά! Αυτές οι οικογένειες έχουν πολλά παιδιά, είναι μια διευκόλυνση να τρώμε μαζί την Κυριακή!»

«Και επειδή έχουν πολλά παιδιά; Τι λες ρε μάνα; Βοηθιούνται μ’ ένα φαγητό την Κυριακή;»

«Ναι, αγόρι μου! Εκείνη την ημέρα ξεκουράζονται…»

«Μάνα… Αυτό για το κάλυμμα της καρδιάς, τι ήταν; Η Ελένη γνωρίζει έναν καλό ψυχολόγο, να δεις, θα σε βοηθήσει…»

«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την αγάπη σας, όταν χρειαστώ, θα σας πω, να είστε καλά!»

Το φαγητό ήταν τόσο νόστιμο που όλοι το απόλαυσαν.

Ήταν όλοι μαζί γύρω από τη ροτόντα, η γιαγιά τούς κοίταζε, πώς χαιρόταν! Τους χάζευε και μυστικά σιγοψιθύριζε κάτι ρυθμικό που μόνο ο παππούς καταλάβαινε…

Σε δυο ώρες το σπίτι είχε αδειάσει. Η γιαγιά καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα κάτω από το εικονοστάσι, κοιτούσε τον ουρανό που φαινόταν από το ανοιχτό τζάμι του παραθύρου της κρεβατοκάμαρας. Ο παππούς την πλησίασε και γονάτισε μπροστά της.

«Έφτασε η ώρα, καλή μου!»

Εκείνη του χαμογέλασε και του έδωσε τα τρεμάμενα χέρια της. Ο παππούς άρχισε να της αλείφει μια κρέμα κι εκείνη από τον πόνο να δακρύζει μέσα σε μια σιωπή που διαρκούσε για ώρες. Της έβγαλε την περούκα και την ακούμπησε στο κομοδίνο. Πήρε την ένεση και άρχισε να της τρυπάει τις διάφανες φλέβες της.

«Νομίζω πώς πρέπει ο Θανάσης να μάθει την αλήθεια…»

Ο Θανάσης ήταν πίσω από την πόρτα. Είχε ξεχάσει ο Νικηφόρος το κινητό του, ανέβηκε να το πάρει και, χωρίς να το περιμένει, έζησε μια από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες στη ζωή του…

«Μάνα…»

«Αγόρι μου…»

«Είσαι άρρωστη; Γιατί δεν είπες κάτι;»

«Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω, να σας αναστατώσω τη ζωή σας…»

«Τα χέρια σου είναι…»

«Μια χαρά είναι τα χέρια μου!»

Ο Θανάσης προσγειώθηκε στα γόνατα του και ξέσπασε σε αναφιλητά…

Η γιαγιά γονάτισε δίπλα του και τον έσφιξε στην αγκαλιά της!

«Δόξα τω Θεώ, αγόρι μου! Έφυγε το κάλυμμα της καρδιάς σου, δόξα τω Θεώ! Να ξέρεις πώς πάντα θα προσεύχομαι για σένα και θα σε αγαπώ! Είμαι υπερήφανη, γιε μου! Την ευχή μου να ’χεις!»

«Συγχώρα με, μάνα!» είπε σφίγγοντάς την στην αποστεωμένη αγκαλιά της. Το ένιωσε πως ήταν η τελευταία φορά που την αγκάλιαζε, πως εκείνο το βράδυ η μητέρα του θα ταξίδευε για τον ουρανό…

………………………………………………………

«Καλή Ανάσταση, μάνα!»

«Ποια ήταν αυτή η γιαγιά που την αποκαλεί τόσος κόσμος μάνα;»

«Μια γιαγιά με δυο χέρια που είχαν την ικανότητα να σε ζεσταίνουν, να μαλακώνουν την καρδιά σου και να μυρίζουν Χριστούγεννα!»

Ιωάννα Σκαρλάτου

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *