Απόσπασμα από το βιβλίο «Προσκύνημα στον Άγιο Γεράσιμο, στην Κεφαλονιά»
Μια φορά που λες, ψυχή μου, πριν από κάμποσα χρόνια, ένας βοσκός από απέναντι, απ’ την Ακαρνανία που έβοσκε τα γίδια του βρέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο. Κόντευε να πέσει από έναν ψηλό γκρεμό και φώναξε: “Σώσε με, Άγιε μου Γεράσιμε και θα σου φέρω δέκα γίδες”.
Πραγματικά ο Άγιος τον βοήθησε και σώθηκε κι εκείνος ο πιστός άνθρωπος δεν ξέχασε το τάμα του. Όταν μπόρεσε, ναύλωσε ένα καΐκι, έβαλε μέσα δέκα γίδες τις καλύτερες του κοπαδιού του κι έφερε το τάμα του στον Άγιο. Εδώ στη Σάμη που βγήκε, στάθηκε κάτω από ένα δέντρο, να κάτω απ’ αυτό ή από εκείνο, δεν ξέρω ακριβώς», έλεγε η γιαγιά και μου έδειχνε, «και σκεφτόταν πως δεν ήξερε τον δρόμο για να πάει στο μοναστήρι.
Ποιον να ρωτούσε που δεν υπήρχε άνθρωπος εδώ εκείνη την ώρα; Στενοχωριόταν λοιπόν, “τι να κάνω; τι να κάνω;” σκεφτόταν. Τότε λοιπόν βλέπει δίπλα του έναν ψηλό καλόγερο. Τα έχασε ο βοσκός και κοίταζε σαστισμένος. Κι εκείνος του είπε με γλυκιά φωνή. “Γιατί είσαι τόσο σκεφτικός, τι έπαθες, παιδί μου;” “Να, θέλω παππούλη μου να πάω τις γίδες μου στο μοναστήρι, στον Άγιο Γεράσιμο. Μου έσωσε τη ζωή και του τις έταξα, όμως τον δρόμο δεν τον ξέρω”. “Βάλε τις γίδες σου μπροστά και ακολούθησέ τες”, είπε ο καλόγερος και χάθηκε από μπροστά του.
Τότε ο βοσκός έβαλε τις γίδες του μπροστά και τις ακολουθούσε. Εκείνες προχωρούσαν γρήγορα, λες και κάποιος τους έδειχνε τον δρόμο. Κι ο βοσκός ακολουθούσε ακούραστος, λες και είχε φτερά στα πόδια. Έφτασαν στο μοναστήρι και οι γίδες πήγαν και οι δέκα έσκυψαν τα κεφάλια τους και τα ακούμπησαν στην πόρτα της εκκλησιάς. Βγήκαν όλες οι μοναχές να δουν και θαύμαζαν και ο βοσκός με δάκρυα στα μάτια πήγε και προσκύνησε γονατιστός τον Άγιο.
Τασούλα Ζαβιτσάνου
Αφήστε μια απάντηση